утеплённый - ορισμός. Τι είναι το утеплённый
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι утеплённый - ορισμός


утеплённый      
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: утепление, связанный с ним.
2) Подвергшийся утеплению; теплый.
утепление      
УТЕПЛ'ЕНИЕ, утепления, мн. нет, ср. Действие по гл. утеплить
- утеплять.
утепление      
ср.
Процесс действия по знач. глаг.: утеплять, утеплить, утепляться, утеплиться.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για утеплённый
1. Земля (Калужская обл., 28 га) разбивается на участки по 12 соток, на каждом строится утеплённый двухэтажный дом с утеплённой верандой.
Τι είναι утеплённый - ορισμός